- συοβοιωτοί
- οἱ, Α1. προσωνυμία τών Βοιωτών λόγω τής τραχύτητας αλλά και τού θράσους που τούς χαρακτήριζε2. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Βοιωτοὶ σύες».[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + Βοιωτοί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συοβοιωτοί — Hog Boeotians masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοβοιωτούς — συοβοιωτοί Hog Boeotians masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia